


Νίκαια, 24 Ιανουαρίου 1981 ημέρα Σάββατο. Εκείνο το απόγευμα οι θεατές που είχαν γεμίσει ασφυκτικά το γήπεδο του Πλάτωνα, δεν μπορούσαν να υποψιαστούν πως σε λίγη ώρα θα γινόντουσαν αυτόπτες μάρτυρες μιας παράστασης που πέρασε τα όρια της ιστορίας και άγγιξε αυτά του θρύλου.
Μέσα στο γήπεδο οι δέκα παίχτες περίμεναν το τζαμπολ και αναμετρούσαν με τα μάτια ο ένας τον άλλον. Όλοι κοιτούσαν εκείνους τους δύο, που ήδη από τον Μάιο του προηγούμενου χρόνου ήταν συμπαίκτες στην εθνική ομάδα αλλά τα παράξενα της τότε διοργανώτριας αρχής του πρωταθλήματος με τον διαχωρισμό σε Βορρά και Νότο τους έφερνε για πρώτη φορά αντιμέτωπους με τους συλλόγους τους.
Ο ένας, ο 22χρονος γηπεδούχος ήταν εδώ και μερικά χρόνια η νέα μεγάλη ελπίδα του ελληνικού μπάσκετ, διεθνής από τα 16 του και πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα της προηγούμενης περιόδου.
Κοιτούσε με βλέμμα που άστραφτε τον φιλοξενούμενο, αυτόν τον Ελληνοαμερικανό με το αφρο μαλλί που είχε εμφανιστεί σαν κομήτης για να ταράξει τα νερά του αθλήματος με την απίστευτη επιθετική του ικανότητα και τον γαλουχημένο στην Αμερική επαγγελματισμό του. Το πρόσωπο του ήταν παγωμένο και ανταπέδιδε με την ίδια σκληρότητα το βλέμμα του αντιπάλου του.
Τρομερά ανταγωνιστικοί και οι δύο, περίμεναν με ανυπομονησία το σφύριγμα με σκοπό να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα. Ο ψηλότερος με τη γαλανόλευκη εμφάνιση με το νούμερο 6 σκεφτόταν, “Τώρα θα δούμε τι ψάρια πιάνεις” ενώ ο πιο κοντός με το 7 στην κιτρινόμαυρη φανέλα του γυρόφερνε στο μυαλό του δύο λέξεις, “40 πόντοι” η συνηθισμένη ταρίφα του εκείνη τη χρονιά.
Και επιτέλους Τσολακίδης και Οικονομίδης, οι δύο διαιτητές σφύριξαν την έναρξη της σπουδαίας αναμέτρησης. Μαζί με τους συμπαίχτες, τους προπονητές και τους θεατές, έκαναν στην άκρη και άφησαν το πεδίο ελεύθερο στους δύο σολίστ για το ανεπανάληπτο ρεσιτάλ τους.
Ένα πεδίο μάχης, ένας ερημικός δρόμος στην Άγρια Δύση με δύο “πιστολέρο” ζωσμένους τα εξάσφαιρα τους να πυροβολούν αδιακρίτως. Τα όργια ξεκίνησαν νωρίς, οι φίλαθλοι έχουν μείνει με ανοιχτό το στόμα, βλέποντας το νούμερο 6 του Ιωνικού να έχει ηδη 34 πόντους στο ημίχρονο και τον αντίπαλο του με το νούμερο 7 του Άρη να απαντάει με 37.
Είναι πραγματικά σεληνιασμένοι, έχουν μπει σε τροχιά εκτόξευσης και ειδικά προς το τέλος του πρώτου ημιχρόνου θα γυρίσουν τον αγώνα σε μονό, απαντώντας ο ένας στον άλλον επί ένα πεντάλεπτο με απανωτά καλάθια.
Το σκηνικό δεν άλλαξε και στο δεύτερο ημίχρονο αλλά ούτε και στην παράταση με τους επιμέρους αριθμούς να κατανέμονται σε 31 και 8 για το “πολυβόλο” του Ιωνικού, σε 32 και 2 για τον “killer” του Άρη. Το τελικό 113-114 υπέρ των κιτρινόμαυρων ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τους φιλάθλους που προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν πως αυτό που μόλις είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια ήταν αληθινό και όχι βγαλμένο από τα καλύτερα όνειρα τους.
Το “two men show” των δύο ιερών τεράτων του ελληνικού μπάσκετ είχε περάσει στην σφαίρα του μύθου και όλοι ρωτούσαν τον διπλανό τους πόσους πόντους έβαλαν. Το τελικό πόρισμα ήταν μοναδικό στα χρονικά του αθλήματος στην χώρα μας και το φύλλο αγώνος κατέγραψε Γιαννάκης 73 -Γκάλης 62.
Αν ρωτήσεις σήμερα κάποιον από τους παλιούς Νικαιώτες, σχεδόν όλοι θα ισχυριστούν πως ήταν εκείνο το απόγευμα στον Πλάτωνα που υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να έχει τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες κόσμο στις κερκίδες και όχι τους δύο χιλιάδες τυχερούς που όντως βρέθηκαν στο γήπεδο.
Αυτοί, οι λιγοστοί ευλογημένοι είδαν σε πρώτη έκδοση τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, τον Δράκο και τον Γκάνγκστερ να γράφουν τις πρώτες σελίδες από το ομορφότερο παραμύθι του ελληνικού αθλητισμού για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Οι τυχεροί της ιστορίας…
Και χωρίς να υπάρχει και τρίποντο..
ήμουν και εγώ σε αυτό το παιχνίδι
🙂
Δε νομίζω πως έχει γίνει ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα αγώνας όπου δύο παίχτες κατάφεραν να σκοράρουν πάνω από τους μίσους πόντους της ομάδας τους.
Κρίμα που δεν υπάρχει ολόκληρος ο αγώνας αν και αυτό συντελεί στον μύθο.